Χρήστος Αρδίζογλου

Χρήστος Αρδίζογλου – (1974/1985) 

Αν υπάρχει ένας Έλληνας ποδοσφαιριστής για τον οποίον κάποιος μπορεί άνετα να πεί ότι ασχολήθηκε με λάθος άθλημα στην καριέρα του, τότε με βεβαιότητα αυτός είναι ο Χρήστος Αρδίζογλου. Αρκούσε η παρακολούθηση ενός και μόνο αγώνα, στον οποίο να συμμετείχε, και ο θεατής σιγουρευόταν ότι το ποδόσφαιρο έκλεψε από τους δρόμους ταχύτητας, παρατεταμένου σπρίντ και ημιαντοχής τον άνθρωπο που θα μπορούσε να γίνει βασιλιάς τους.
Στο πρόσωπο του, τα ποδοσφαιρικά γήπεδα και οι ποδοσφαιρόφιλοι θεατές γνώρισαν και αναγνώρισαν τον ταχύτερο Έλληνα που παρουσιάστηκε ποτέ ενώπιον τους, με διασκελισμό κορυφαίου Αφρικανού δρομέα, ανεπανάληπτη έκρηξη στο ξεκίνημα, και δυνατότητα παρατεταμένης ταχύτητας πολύ πέρα από τα κοινώς γνωστά και αποδεκτά.
Τα μοναδικά και σπάνια αθλητικά χαρίσματα του Αρδίζογλου έρχονταν να συμπληρώσουν έναν γενικότερα αντισυμβατικό και ιδιόρρυθμο χαρακτήρα συμβάλλοντας τελικά στην δημιουργία και παρουσία μιας ανεπανάληπτης προσωπικότητας τόσο στα θετικά όσο και στα αρνητικά πρόσημα της.
Η γέννηση του, στις 15 Μαρτίου 1953 στην Ιερουσαλήμ, όπου και είχε βρει καταφύγιο η οικογένεια του μετά από την Μικρασιατική Καταστροφή, από Έλληνα πατέρα και Ισραηλίτισσα μητέρα, δεν αποτελούσε σίγουρα και το πλέον κοινότοπο ξεκίνημα ζωής προορισμένο να οδηγήσει σε μια συμβατική εξέλιξη της. Αφού έζησε τα πρώτα χρόνια της ζωής του στο Ισραήλ, οι γονείς του Δημήτρης και Αγγελική αποφάσισαν το 1958 την εγκατάσταση της οικογένειας στην Ελλάδα. Ο 5χρονος Χρήστος βρέθηκε να μεγαλώνει μαζί με τα πέντε αδέλφια του στις φτωχογειτονιές της Νέας Ιωνίας προσπαθώντας να αποδράσει νοητά από την σκληρή οικονομική ανέχεια της καθημερινότητας με τον πλέον διαδεδομένο τρόπο της εποχής. Κλωτσώντας κάποια κακοφτιαγμένα τόπια στις αμέτρητες αλάνες της περιοχής. Μη έχοντας ακόμη συνειδητοποιημένη γνώση του ταλέντου που υπέβοσκε, η υποσυνείδητη αίσθηση της υπεροχής στα κάτω άκρα, τον έσπρωξε να καταπιαστεί με -τι άλλο- το ποδόσφαιρο και την ποδηλασία. Όντας από μικρός πολύ κοντά στον ορισμό του “φευγάτου”, σχεδόν εξαφανιζόταν για όλη τη διάρκεια της ημέρας από το σπίτι, πότε παίζοντας ποδόσφαιρο και πότε κάνοντας ποδηλατική προπόνηση στον Αθλητικό Όμιλο Αμαρουσίου όπου είχε βγάλει δελτίο. Το βραδινό τίμημα των επιπλήξεων, τιμωριών και σωφρονιστικών ξυλοδαρμών που τον περίμενε με την επιστροφή στο σπίτι δεν πτοούσε και δεν οδηγούσε στην μεταμέλεια τον νεαρό και ονειροπόλο Αρδίζογλου. Οι σκληρά εργαζόμενοι γονείς του απείχαν αρκετά από το να κατανοήσουν την διαφορετικότητα του μικρού Χρήστου.
Τα μάτια των συνοικιακών σκάουτερς της εποχής δεν άργησαν να εντυπωσιαστούν από τις ικανότητες του νεαρού, αλλά η Κιτρινόμαυρη “πόρτα” της προσφιλούς του Νέας Φιλαδέλφειας έμεινε κλειστή γι’ αυτόν στην πρώτη απόπειρα του για διάνοιξη της με αποτέλεσμα την καταφυγή του στην γειτονική Ριζούπολη και τον Απόλλωνα Αθηνών. Σε ηλικία 18 ετών ξεκίνησε την ποδοσφαιρική του καριέρα με την γαλανόλευκη φανέλλα του Ερασιτέχνη Απόλλωνα αγωνιζόμενος σαν αριστερός οπισθοφύλακας. Βλέποντας την απροθυμία των ανθρώπων του Απόλλωνα να τον κάνουν επαγγελματία δεν δίστασε να αποχωρήσει από την ομάδα και για ένα εξάμηνο περίπου να εργαστεί σε εργοστάσιο προϊόντων ελαίου αποκόπτοντας κάθε δεσμό με το αγαπημένο του ποδόσφαιρο, μέχρι ο Πασάς από το τεχνικό επιτελείο και ο συμπαίκτης του Μπεθάνης να πείσουν την μεν διοίκηση για την επαγγελματοποίηση του Αρδίζογλου, τον δε Χρήστο για την επιστροφή του στα γήπεδα.
Στην διάρκεια της περιόδου 1971-72 πρόλαβε να συμπληρώσει 12 συμμετοχές με την ομάδα του Απόλλωνα που τελικά υποβιβάστηκε στην Β’ Εθνική. Ο Αρδίζογλου, που στο μεταξύ έχει “μετατεθεί” σε θέση πλάγιου μεσοεπιθετικού, θα συμβάλλει στην επάνοδο του Απόλλωνα στην Α’ Εθνική την αμέσως επόμενη χρονιά και στην περίοδο 1973-74 θα συμπληρώσει 31 συμμετοχές με την κυανόλευκη φανέλλα σημειώνοντας και 6 γκολ.
Στις αρχές του καλοκαιριού του 1974, η διοίκηση του Απόλλωνα, υπακούοντας αναγκαστικά στην βούληση των ιθυνόντων της τότε στρατιωτικής δικτατορίας, ετοιμάζεται να εκδόσει στον Αρδίζογλου “φύλλο πορείας” για τον Παναθηναϊκό. Η μετακίνηση του στους “πράσινους” ματαιώνεται την τελευταία στιγμή χάρη στην πτώση του δικτατορικού καθεστώτος τον Ιούλιο του 1974, την επιμονή, τις παρασκηνιακές ενέργειες και τον διακαή πόθο του Λουκά Μπάρλου να ντύσει τον μοναδικό αυτό ποδοσφαιρικό showman στα κιτρινόμαυρα. Η συμφωνία ολοκληρώνεται με τον Απόλλωνα να βάζει στα ταμεία του το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 5 εκατομμυρίων δραχμών και τον Αρδίζογλου να αποκτά ένα διαμέρισμα σαν δώρο μεταγραφής, για την ολοκλήρωση της οποίας δόθηκαν στον Απόλλωνα σαν ανταλλάγματα και κάποιοι νεαροί παίκτες της ΑΕΚ μεταξύ των οποίων και ο Νίκος Καρούλιας.
Η παρουσία του Αρδίζογλου στην ΑΕΚ γίνεται εξ’ αρχής κάτι παραπάνω από αισθητή. Είναι -κατ’ αρχήν- η εξωτερική του εμφάνιση. Ψηλόλιγνος, μαυριδερός και δασύτριχος με μαλλί – αφάνα, μόδα της εποχής, αγωνίζεται πάντα με τις κάλτσες κατεβασμένες ως τον αστράγαλο και την φανέλλα έξω από το σορτσάκι. Η μοναδικότητα της εμφάνισης του είναι τέτοια που είναι ο μόνος παίκτης αναγνωρίσιμος από τους θεατές ακόμη και από πολύ μεγάλη απόσταση. Η επιμονή του στις “κατεβασμένες” κάλτσες είναι τέτοια που όταν, χρόνια αργότερα, η στάση των διαιτητών αυστηροποιήθηκε απέναντι στην οριζόμενη από τον κανονισμό εμφάνιση των παικτών, ο Αρδίζογλου ήταν το μοναδικό μέλος της ενδεκάδας που αντί για τις κλασσικές ψηλές μέχρι το γόνατο ποδοσφαιρικές κάλτσες εμφανιζόταν με κοντές κάλτσες ώστε να μην έχει ο διαιτητής την δυνατότητα να τον πιέσει να τις “ανεβάσει”, ενώ προμηθευόταν και ειδικές μίνι επικαλαμίδες ώστε να είναι τυπικά σύννομος με τον κανονισμό.
Κατά την διάρκεια του αγώνα, την ιδιότυπη εξωτερική του εμφάνιση ερχόταν να συμπληρώσει η μοναδικότητα των κινήσεων και ο τρόπος παιγνιδιού του, που τον καθιστούσαν άμεσα διακριτό και αναγνωρίσιμο ακόμη και στους πλέον αδαείς φιλάθλους. Βλέποντας τον κανείς να καλπάζει, είχε την αίσθηση ότι ένα βήμα δικό του αντιστοιχούσε με τρία οποιουδήποτε συμπαίκτη ή αντιπάλου του. Αυτός ο εντυπωσιακός διασκελισμός, του επέτρεπε να επελαύνει προς την αντίπαλη περιοχή μη γνωρίζοντας εμπόδια. Ικανός να περάσει τη μισή αντίπαλη ομάδα και να σκοράρει ή να ξαναγυρίσει πίσω ή απλά να βγει μόνος του με την μπάλα εκτός γηπέδου. Με τον Αρδίζογλου ποτέ δεν ήξερες τι σε περιμένει. Είτε συμπαίκτης του ήσουν, είτε αντίπαλος, είτε θεατής. Το ποδόσφαιρο για το “τρελό άτι” των γηπέδων ήταν μια περιπέτεια με άγνωστη κάθε φορά κατάληξη. Η τεχνική του κατάρτιση ήταν σε πολύ υψηλά επίπεδα, αν και σπάνια χρειαζόταν να επιδείξει πόσο δεινός ντριμπλέρ ήταν, καθώς υπάρχοντος κενού χώρου αρκούσε να πετάξει την μπάλα μπροστά και να ξεκινήσει ακόμη μία από τις θρυλικές κούρσες ταχύτητας, προσπερνώντας στο διάβα του συμπαίκτες και αντιπάλους και προκαλώντας παραλλήρημα ενθουσιασμού στην εξέδρα. Μια εξέδρα που συχνά πυκνά γύριζε σαν μπούμερανγκ και κατακεραύνωνε τον Αρδίζογλου όταν αυτός ήταν απρόσεκτος και άστοχος στην τελευταία “πινελιά” πριν σημειώσει το γκολ. Ίσως γιατί κανείς δεν αντιλαμβανόταν ότι για τον ιδιόρρυθμο και αντισυμβατικό “Χρηστάρα” είχε περισσότερη σημασία το “ταξίδι” της αέρινης κούρσας και του ισοπεδωτικού καλπασμού παρά η “Ιθάκη” της επίτευξης του γκολ.
Στην ενδεκάδα της Ένωσης θα βρεί σύντομα τη θέση του, αγωνιζόμενος στις πτέρυγες ανάπτυξης της ομάδας με προτίμηση στην αριστερή, σε μια θέση μεσοεπιθετικού που ξεκινούσε εκεί κάπου πίσω από τη μεσαία γραμμή έτσι ώστε να διαθέτει τον απαραίτητο χώρο για να σπριντάρει πλαγιοκοπώντας την αντίπαλη άμυνα. Άριστος πασέρ, με καλές εκτελέσεις φάουλ και δυνατό ευθύβολο σουτ “επέβαλλε” δια των ικανοτήτων του την μόνιμη παρουσία της “Βραζιλιάνικης” κοψιάς του στην βασική κιτρινόμαυρη ενδεκάδα.
Με τη φανέλλα της ΑΕΚ αγωνίστηκε για 11 συνεχόμενες χρονιές συμπληρώνοντας 261 συμμετοχές και σημειώνοντας 50 γκολ, ενώ κατέγραψε και 13 Ευρωπαϊκές εμφανίσεις, 6 στο Κύπελλο Πρωταθλητριών, 2 στο Κύπελλο Κυπελλούχων και 5 στο Κύπελλο ΟΥΕΦΑ. Στα Ευρωπαϊκά ματς σημείωσε 2 γκολ καθώς σκόραρε το “γκολ της τιμής” στην βαριά εκτός έδρας ήττα με 4-1 από την Σταντάρ Λιέγης στις 1/11/1977 για τον Β’ γύρο του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ της περιόδου 1977-78, ενώ με δικό του γκολ έγινε το 2-0 στην μεγάλη νίκη με 6-1 επί της Πόρτο στις 13/9/1978 για τον Α’ γύρο του Κυπέλλου Πρωταθλητριών της περιόδου 1978-79.
Ο Χρήστος Αρδίζογλου κατέκτησε με την ΑΕΚ το Ντάμπλ της περιόδου 1977-78, το Πρωτάθλημα της περιόδου 1978-79 και το Κύπελλο Ελλάδας της περιόδου 1982-83. Παρ’ ότι ανήκε στην ΑΕΚ, δεν συμμετείχε στην πορεία της ομάδας μέχρι τον Ημιτελικό του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ της περιόδου 1976-77, παρακολουθώντας τους αγώνες από την εξέδρα, καθώς είχε τιμωρηθεί με απαγόρευση συμμετοχής σε Ευρωπαϊκές διοργανώσεις από την Πειθαρχική Επιτροπή της ΟΥΕΦΑ. Στις 29/5/1974 η Εθνική Νέων είχε αντιμετωπίσει στον Ημιτελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος Νέων του 1974 της Σουηδίας, στην πόλη Λαντσκρόνα, την Γιουγκοσλαβία από την οποία ηττήθηκε με 1-0 και αποκλείστηκε απ΄τον Τελικό της διοργάνωσης. Λίγες μέρες μετά, ομάδα Ελλήνων διεθνών συναντήθηκε τυχαία με τον διαιτητή του αγώνα στον οποίο και επιτέθηκαν. Ο διαιτητής αναγνώρισε τους Αρδίζογλου και Βούλγαρη του Ολυμπιακού Βόλου και με έκθεση του προκάλεσε την τιμωρία τους με πολυετή αποκλεισμό από τις διεθνείς και συλλογικές διοργανώσεις της ΟΥΕΦΑ.

Στην διάρκεια της περιόδου 1984-85 ο Αρδίζογλου έρχεται σε προστριβή με τον μεγαλομέτοχο Ζαφειρόπουλο και αποφασίζει να φύγει από την ΑΕΚ με προορισμό τον Απόλλωνα Αθηνών. Ο τότε τεχνικός της ΑΕΚ Αντώνης Γεωργιάδης του υπόσχεται μεταγραφή στον Ολυμπιακό στον οποίον πηγαίνει και ο ίδιος σαν προπονητής σπάζοντας το συμβόλαιο του με την Ένωση. Τα όνειρα του Αρδίζογλου για συνέχιση της καριέρας σε μεγάλη ομάδα όπως οι ερυθρόλευκοι ναυαγούν καθώς ο Γεωργιάδης αθετεί τα υπεσχημένα και ο Χρήστος καταλήγει στον Απόλλωνα όπου θα αγωνιστεί μέχρι τον Δεκέμβριο του 1985 καταγράφοντας 6 συμμετοχές. Στη συνέχεια, αφού θα κάνει κάποιες μη επιτυχημένες απόπειρες να συνεχίσει την καριέρα του σε Ατρόμητο και Χαλκίδα, θα κρεμάσει οριστικά τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια και θα ακολουθήσει την ενασχόληση με την προπονητική σε επίπεδο ερασιτεχνικών σωματείων και ακαδημιών ποδοσφαίρου. Στον χώρο των τελευταίων άλλωστε είναι από τους πρωτοπόρους, καθώς από το 1978 σε συνεργασία με τους φίλους του αδελφούς Αντώνη και Κώστα Καβαρνό έχει δημιουργήσει την “Σχολή Ποδοσφαίρου Χρήστου Αρδίζογλου” μαθαίνοντας σε πληθώρα μικρών παιδιών τα μυστικά της στρογγυλής “Θεάς”.
Με την Εθνική Ανδρών αγωνίστηκε για πρώτη φορά στις 24/9/1975 στον ισόπαλο με 1-1 αγώνα με την Ρουμανία για το Βαλκανικό Κύπελλο. Συνολικά συμμετείχε σε 43 αγώνες, σημειώνοντας 2 γκολ. Ήταν μέλος της ομάδας που αγωνίστηκε στην Τελική φάση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος το 1980 στην Ιταλία, όπου συμπεριλήφθηκε στη δεύτερη καλύτερη ενδεκάδα της διοργάνωσης. Επίσης έχει κληθεί μια φορά στη Μικτή Κόσμου.
Είναι πιά συνταξιούχος από την Ελληνική Αστυνομία, στην οποία κατατάχθηκε μετά από μεσολάβηση του παλαιού διαιτητή Λέλου Βαμβακόπουλου στα πλαίσια της αναζήτησης μιας σταθερής εργασίας στο Δημόσιο, όπως συνηθιζόταν για αθλητές της εποχής του. Συμμετέχει ανελλιπώς στις εκδηλώσεις του Συλλόγου των Παλαιμάχων της ΑΕΚ παραμένοντας πάντα αντισυμβατικός και “γκρινιάρης”, ιδιόρρυθμος και εσαεί παραπονούμενος. Με δηλώσεις και συμπεριφορές που ξενίζουν και προκαλούν τον χαρακτηρισμό του εκκεντρικού. Φορτωμένος με όλα τούτα τα “κουσούρια”, παραμένει ο “Χρηστάρας”, ο “Τρελλός”, το “Άλογο” που πάντα λάτρευαν να “μισούν” οι Ενωσίτες οπαδοί από τότε που άφηνε τους πάντες άναυδους εμφανιζόμενος με ολόσωμα γούνινα παλτό ή θυμίζοντας ντεσπεράντο του Ουέστ στο γαμήλιο ντύσιμο του στο πλευρό του κουμπάρου Λουκά Μπάρλου μέχρι και τα πλέον πρόσφατα “κατορθώματα” του όταν δεν δίστασε να κατακεραυνώσει δημόσια και κατά πρόσωπο τον παντοδύναμο Ντούσαν Μπάγεβιτς κατηγορώντας τον ευθέως για εσκεμμένο παραγκωνισμό του γιού του Μάριου από τις ακαδημίες της ΑΕΚ όπου αγωνιζόταν σαν γκολκίπερ. Μοναχικός “καβαλλάρης” με δικό του κώδικα επικοινωνίας και αξιών, εντυπωσιακός performer και συνάμα ένα αιώνιο “χαζό και αγαθό παιδί” όπως ομολογεί ο ίδιος για τον εαυτό του, ένα “παιδί” που κάποτε αποβλήθηκε γιατί μούντζωσε τον διαιτητή για ένα ανάποδο πλάγιο ενώ η ΑΕΚ κέρδιζε τον Πιερικό με 7-0, ένα “παιδί” που …

“Ήταν το μόνο από πολλούς άλλους
που παρά την υπεροψία της νεότητας του
εκράτησεν ενός λεπτού στα μυστικά σιγή
για τους αποχωρήσαντες βετεράνους
που δεν επέτυχαν πολύτιμο γκολ
σε κρίσιμη στιγμή”

όπως τον περιγράφει ο Γιώργος Μαρκόπουλος στο ποίημα του “Ωδή στον παίκτη της Α.Ε.Κ. και της Εθνικής Χρήστο Αρδίζογλου”.
Ολόκληρο το ποίημα ΕΔΩ