Μίλτον Βιέρα

Milton Viera Rivero – (1977/1979)

Ουρουγουανός διεθνής ποδοσφαιριστής που αγωνίστηκε με μεγάλη επιτυχία στον χώρο του κέντρου, επιδεικνύοντας ταυτόχρονα σπουδαίες τεχνικές αρετές αλλά και σκληροτράχηλη αμυντική λειτουργία όποτε αυτή χρειαζόταν. Ο Βιέρα όντας χαρακτηριστικό δείγμα Λατινοαμερικάνου μέσου της εποχής, είχε την αξιοθαύμαστη ικανότητα να παρουσιάζει δύο διαφορετικά “πρόσωπα” κατά τη διάρκεια του αγώνα εναλασσόμενα μεταξύ τους σε αστραπιαίο χρόνο. Όταν η ομάδα ήταν στην επίθεση αναπτύσσοντας την υψηλή τεχνική του γινόταν ένα πολύτιμο γρανάζι στην μηχανή ανάπτυξης της ομάδας και όταν η μπάλλα χανόταν και η λειτουργία της ομάδας άλλαζε σε αμυντική, εκείνος μετατρεπόταν σε ένα σκληροτράχηλο και απροσπέλαστο αμυντικό, “σημαιοφόρο” του γνωστού δόγματος “δεν περνούν ποτέ μαζί ο παίκτης και η μπάλλα, μα ή ο ένας ή η άλλη”. Η ντελικάτη κορμοστασιά του μαρτυρούσε αμέσως την πρώτη ικανότητα του και δεν προιώνιζε επ’ ουδενί για την δεύτερη.
Γεννημένος στις 11/5/1946 στο Μοντεβίδεο, ασχολήθηκε από μικρή ηλικία με το ποδόσφαιρο ξεκινώντας από τα τμήματα υποδομών της Νασιονάλ στην οποία υπέγραψε το πρώτο επαγγελματικό του συμβόλαιο το 1962 σε ηλικία 17 ετών. Έμεινε στην ομάδα μέχρι το 1968 κατακτώντας δύο Πρωταθλήματα Ουρουγουάης (1963, 1966) ενώ ήταν ο σκόρερ της ομάδας στην ήττα με 2-1 από την Αργεντίνικη Ρασίγκ στον Τελικό του Κόπα Λιμπερταδόρες του 1967. Το 1968 μεταγράφηκε στην Μπόκα Τζούνιορς με την οποία αγωνίστηκε για μια σαιζόν στο Πρωτάθλημα της Αργεντινής καταγράφοντας μόλις 3 συμμετοχές για να επιστρέψει αμέσως μετά στην Ουρουγουάη με την φανέλλα της Πενιαρόλ. Με την Πενιαρόλ αγωνίστηκε από το 1969 έως και το τέλος της σαιζόν 1971-72.
Το 1966 σε ηλικία 20 ετών, ο “Μιλτούτσι” κλήθηκε στην Εθνική Ουρουγουάης με την οποία συμμετείχε στην τελική φάση του Παγκοσμίου Κυπέλλου στην Αγγλία. Εκεί αγωνίστηκε με την φανέλλα της “Σελέστε” στην νίκη με 2-1 επί της Γαλλίας στις 15/7/1966 και στις δύο “λευκές” ισοπαλίες με το Μεξικό στις 19/7/1966 και την οικοδέσποινα Αγγλία στις 11/7/1966. Στην πρεμιέρα του τουρνουά στο κατάμεστο Γουέμπλεϊ απέναντι στους Άγγλους απέσπασε κολακευτικές κριτικές για το μαρκάρισμα και τον περιορισμό του περίφημου Μπόμπυ Τσάρλτον.
Η καριέρα του δεν είχε περάσει απαρατήρητη από τους μεγάλους Ευρωπαϊκούς συλλόγους, αλλά η τότε απαγόρευση μεταγραφής ξένων παικτών σε Ισπανία και Ιταλία τον έφερε το 1972 στον Ολυμπιακό του Νίκου Γουλανδρή, “εμπόρευμα” του θρυλικού Ελληνοαμερικάνου μάνατζερ Νίκου Σκλαβούνου, μαζί με πλειάδα Λατινοαμερικάνων παικτών που άλλοι ως ελληνοποιημένοι και άλλοι ως ξένοι γέμισαν το ρόστερ της Πειραϊκής ομάδας.
Με τους ερυθρόλευκους αγωνίστηκε για 5 σαιζόν καταγράφοντας 112 συμμετοχές σε αγώνες Πρωταθλήματος σημειώνοντας 11 γκολ ενώ κατέκτησε μαζί τους 3 σερί Πρωταθλήματα την τριετία 1972-1975, 2 Κύπελλα και 2 νταμπλ, ενώ αγωνίστηκε συνολικά σε 227 αγώνες. Στις 26 Μαρτίου 1975 κλήθηκε στην ομάδα της Μικτής Κόσμου για αγώνα φιλανθρωπικού χρακτήρα όπου έτυχε συμπαίκτης των Πελέ και Κρόϊφ.
Στην τελευταία του σαιζόν στον Ολυμπιακό ταλαιπωρήθηκε από πρόβλημα υγείας και άστοχες διαγνώσεις από γιατρούς Ρουμανικής κλινικής όπου τον είχε στείλει η διοίκηση των Πειραιωτών. Με παρέμβαση του φίλου του δημοσιογράφου Νικήτα Γαβαλά επισκέφθηκε εξιδικευμένο γιατρό στην Αυστρία όπου του έγινε εγχείρηση κήλης ώστε να ξεπεράσει το πρόβλημα που τον ταλαιπωρούσε. Επιστρέφοντας πλήρως αποθεραπευμένος στην Ελλάδα αντιμετώπισε την αδιαφορία των ανθρώπων της ομάδας που συνυπολογίζοντας την προχωρημένη ποδοσφαιρικά ηλικία του των 31 ετών και την επιβάρυνση του από την περιπέτεια της υγείας του τον άφησαν ελεύθερο.
Στο άκουσμα της αποδέσμευσης του από τον Ολυμπιακό, ο Φράντισεκ Φάντρονκ “πέταξε” από τη χαρά του και βλέποντας στο πρόσωπο του την ιδανική λύση για την συμπλήρωση του κιτρινόμαυρου κέντρου, εισηγήθηκε στον Λουκά Μπάρλο την απόκτηση του Βιέρα. Ο Μπάρλος αφού πήρε την συγκατάθεση του Ενωσίτη γιατρου και πρώην προέδρου της ΕΠΟ Βασίλη Χατζηγιάννη ως προς την κατάσταση της υγείας του παίκτη, ανταποκρίθηκε άμεσα και το καλοκαίρι του 1977 ο Ντούσαν Μπάγεβιτς και ο Μίλτον Βιέρα έρχονταν στην ΑΕΚ για να τελειοποιήσουν ο μεν πρώτος την επιθετική γραμμή ο δε Ουρουγουανός το κέντρο της Ένωσης. Μαζί με τους Παπαϊωάννου, Μαύρο, Νικολούδη, Αρδίζογλου, Τάσσο, Τσάμη κ.ά. δημιούργησαν μια ποδοσφαιρική μηχανή ανεκτίμητης αξίας και θεαματικής προσφοράς που για όσους την έζησαν θα μείνει αξέχαστη στο διηνεκές.
Ο Βιέρα έγινε ο αναντικατάσταστος “κρίκος” που συνέδεε την αμυντική με την επιθετική λειτουργία της ομάδας άλλοτε επιστρατεύοντας την απαιτούμενη σκληρότητα του αμυντικού και άλλοτε επιδεικνύοντας τεχνική κατάρτιση σπάνιου βιρτουόζου. Στις δύο σαιζόν που αγωνίστηκε με την κιτρινόμαυρη φανέλλα συμπλήρωσε 33 συμμετοχές στο Πρωτάθλημα και πανηγύρισε με αυτήν το Νταμπλ 1977-78 και το Πρωτάθλημα 1978-79. Ένας νέος τραυματισμός λίγο πριν το τέλος της περιόδου 1978-79 τον ανάγκασε να λύσει το συμβόλαιο του με την ΑΕΚ και να εγκαταλείψει την ενεργό δράση. Μια ύστατη προσπάθεια του αθλητικογράφου Γιώργου Βενετούλια για να παίξει ακόμη μια σαιζόν στον Εθνικό Πειραιά απέβη τελικώς άκαρπη.
Ο Μίλτον Βιέρα επέστρεψε το 1979 στην Ουρουγουάη, αναπτύσσοντας σταδιακά δραστηριότητα μάνατζερ ποδοσφαιριστών με έδρα το Μοντεβίδεο, όπου ζει μέχρι σήμερα. Από το πέρασμα του από την ΑΕΚ διατήρησε μόνο υπέροχες αναμνήσεις και μόνο καλά λόγια έχει να πει για την ομάδα και τους ανθρώπους που γνώρισε σε αυτήν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μικρότερος των τριών γιών του που γεννήθηκε κατά την διάρκεια της θητείας του στην Ένωση, ονομάστηκε από τον Μίλτον, Λούκας σαν απόδειξη σεβασμού και φόρου τιμής στον Πρόεδρο της ΑΕΚ Λουκά Μπάρλο τον οποίον ο Βιέρα εκτιμούσε αφάνταστα και αγαπούσε σαν δεύτερο πατέρα του. Μάλιστα -όπως τονίζει ο ίδιος ο Μίλτον- το όνομα του Λούκας γράφεται με “k” και όχι με “c” για να γίνεται όσο πιο εμφανέστερη η αιτία της ονοματοδοσίας του.